γεδίκι

γεδίκι
και γεντίκι, το
1. δικαίωμα (που μπορούσε να εκχωρηθεί ή να μεταβιβαστεί) για να ασκήσει κάποιος επάγγελμα ή να καλλιεργήσει αγρό*
2. φόρος βακουφικών κτημάτων επί τουρκοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gedik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”